τριζοκοπώ

τριζοκοπώ
-άω, Ν
τρίζω συνεχώς και παρατεταμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρίζω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. λαμπο-κοπώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1844 στον Ιω. Καρασούτσα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τριζοκοπώ — τριζοκόπησα, τρίζω συνέχεια: Τριζοκοπούν τα δόντια του μισή ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

  • τριζοκόπημα — το, Ν [τριζοκοπώ] συνεχές παρατεταμένο τρίξιμο …   Dictionary of Greek

  • τριζομανώ — τριζομάνησα, τριζοκοπώ (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”